-
1 εὐ-κολία
εὐ-κολία, ἡ, eigtl. das durch das Essen leicht Zufriedengestelltsein, ἡ περὶ τὴν δίαιταν εὐκ. Plut. Caes. 17; ubh. das Wesen u. Benehmen des εὔκολος, Gefälligkeit, Freundlichkeit, καὶ εὐχέρεια Plat. Alc. I, 122 c; εὐκολίαν καὶ φιλοφροσύνην ἐπιδείκνυσϑαι Plut. Ant. 26. – Leichtigkeit, εὐκολίαν τε καὶ εὐχέρειαν ἐπιτηδεύειν Plat. Legg. XII, 942; Sp., εὐκολίην πρήξιος εὑρεῖν Add. 7 (VII, 694); πρὸς τὴν ποίησιν Plut. Cic. 40, vgl. adv. Stoic. 3.
См. также в других словарях:
ευκολία — η (ΑΜ εὐκολία, Μ και εὐκολιά) [εύκολος] η ιδιότητα τού εύκολου, η ευχέρεια, η άνεση (α. «ευκολία στο γράψιμο» β. «εὐκολία πρὸς τὴν ποίησιν» ικανότητα, ευχέρεια στο να γράφει κάποιος στίχους, Πλούτ.) νεοελλ. 1. χρηματική διευκόλυνση, εκδούλευση,… … Dictionary of Greek